-
1 προσκείμενος
η, ο[ν]1) близкий, ближе лежащий; 2) перен. близкий, приближённый; приверженный;ο προσκείμενος στην κυβέρνηση — близкий к правительству;
οι προσκείμενες στην κυβέρνηση εφημερίδες — официозные газеты
-
2 προσκείμενος
πρόσκειμαιto be placed: perf part mp masc nom sgπρόσκειμαιto be placed: pres part mp masc nom sg -
3 προσκείμενος
adjacentΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > προσκείμενος
-
4 πρόσκειμαι
A v. κεῖμαι), serving as [voice] Pass. to προστίθημι, to be placed or laid by or upon, lie by or upon, οὔατα προσέκειτο handles were upon it, Il.18.379; τῇ θύρᾳ πρόσκεισο keep close to the door, Ar.V. 142, cf. E.Ph. 739; δοκοὶ τῷ τείχει.. προσκείμεναι lying near the wall, Th.4.112; of places, lie near, be adjacent,τῷ καλῷ ἀκρωτηρίῳ Plb.3.24.2
, etc.; ὁ προσκείμενος [ ἵππος] the inside horse (turning a corner), S.El. 722: metaph., πρόσκειται τὸ κάλλος ( ὁ καλός ap. Stob.)τῷ ἀγαθῷ X.Oec.6.15
.3 of pessaries, to be applied, remain in place, Hp.Nat.Mul. 109, Mul.1.37.II generally, to be involved in or bound up with,εἴ τῳ πρόσκειμαι χρηστῷ S.El. 240
(lyr.); ᾧ σὺ πρόσκεισαι κακῷ ib. 1040; ; cf. infr. 111.2 to be attached or devoted to, τινι Hdt. 6.61;τῷ δήμῳ Th.6.89
, etc.: abs., θεραπεύων π. Id.8.52; devote oneself to the service of a god,τῷ Διονύσῳ D.C.51.25
; π. διάκονος καὶ ἀκόλουθος ἐκείνῳ (sc. τῷ θεῷ) Arr.Epict.4.7.20; also of things, π. τῷ λεγομένῳ put faith in a story, Hdt.4.11; π. οἴνῳ, τῇ φιλοινίῃ, to be addicted to wine, Id.1.133, 3.34; ἄγραις devote oneself to hunting, S.Aj. 407 (lyr.);ταῖς ναυσί Th.1.93
, cf. 8.89;τῇ τοῦ ὄντος ἰδέᾳ Pl.Sph. 254a
;τῇ τοῦ Ὁμήρου ποιήσει Paus.2.21.10
;τοῖς Δημοσθένους λόγοις Aristid.2.315J.
;θειασμῷ Th.7.50
, Plu.Nic.4.3 urge, entreat, solicit,Κύρῳ π. δῶρα πέμπων Hdt.1.123
; π. αὐτῷ ἀξιοῦντες .. X.HG3.4.7: abs., ἐπηκολούθουν κἠντιβόλουν προσκείμενοι with importunity, Ar.Fr. 543; προσκείμενος ἐδίδασκε with zeal, Th.7.18;δεόμενοι προο έκειντο Plu. Per.33
.b in military sense, press hard, pursue closely,ἡ ἵππος προσέκειτο πᾶσα Hdt.9.57
, cf. 40,60;ᾗ μάλιστα αὐτοῖς προσκέοιντο Th.4.33
, etc.; τὸ προσκείμενον the pressure of the enemy, Hdt.9.61; : metaph.,ἀνάγκης ἀεὶ προσκειμένης Pl.Phdr. 240e
: rarely c. acc., (s.v.l.).III to be assigned to, fall to, belong to,τοῖσι θεῶν τιμὴ αὕτη πρόσκειται Hdt.1.118
, cf. 2.83, etc.; τῷ πρόσκειμαι δούλα; E.Tr. 185 (lyr.), cf. Hdt.1.196; of qualities,τὴν ἀβουλίαν ὅσῳ μέγιστον ἀνδρὶ πρόσκειται κακόν S.Ant. 1243
;βραχεῖ λόγῳ δὲ πολλὰ π. σοφά Id.Fr. 102
;ἦ πόλλ' ἀγρώταις σκαιὰ π. φρενί E.Rh. 266
; ; τὸ ῥῆμα πρόσκειται τῇ προτέρᾳ τέρᾳ αἰτιατικῇ belongs to.., A.D.Synt.243.20; to be laid upon as a charge, business, , cf. 1.119;ἐμοὶ τοῦτο π., μηδένα πελάζειν δόμοις E.Hel. 443
;ἄλλῳ δ' ἄλλο π. γέρας, σὲ μὲν μάχεσθαι, τοὺς δὲ βουλεύειν καλῶς Id.Rh. 107
; of punishments,προσκειμένης ζημίας τῷ πωλοῦντι X.Vect.4.21
(sed leg. προκ-).2 to be added or attached to, ἄλγος ἄλγει π. E.Alc. 1039;ἐπὶ τοῖς πάλαι κακοὶς π. πῆμα Id.Heracl. 483
;κέρδος πρὸς ἔργῳ Id.Rh. 162
;π. τῇ πόλει ὑπὸ τοῦ θεοῦ ὥσπερ ἵππῳ Pl.Ap. 30e
; ἐχθρὰ δὲ τῷ θανόντι προσκείσει thou wilt be for ever hated by.., S.Ant.94;ταῦτα προσκείσθω τοῖς εἰρημένοις Isoc.15.196
: abs.,ἡ χάρις προσκείσεται S.OT 232
; ; αἱ γραφαὶ (of νώ)οὐκ ἔχουσι τὸ ῑ προσκείμενον A.D.Pron.86.12
; τὰ ἀντίγραφα οὐκ ἔχει προσκείμενον τῷ φρενιτικοί τὸ εἰσίν" Gal.16.491, cf. 840.3 Arith. and Geom., to be added, opp. ἀφῃρῆσθαι, Arist.EN 1132b7, cf. 1138a19, PCair.Zen.707.3, 709.7 (iii B.C.); προσκείσθω ποτί .. Archim.Spir.10; also κοινὸς -κείσθω λόγος let the ratio be multiplied into both, Papp.66.28.4 in Logic, to be added as a determinant (v.πρόσθεσις 111.2
),τὸ προσκείμενον Arist.Int. 21a21
; τοῖς ὅροις, ἄλλῳ π., Id.APr. 30a1, Metaph. 1029b31; so later, to be specified or given in a document, ὁ αὐτὸς χρόνος π. BGU 388 ii 37 (ii A.D.), cf. PRyl.421.36 (iii A.D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσκειμαι
-
5 θειασμος
ὅ ( боговдохновенное) прорицаниеἦν θειασμῷ προσκείμενος Thuc., Plut. — (Никий) верил в прорицания
-
6 προσκειμαι
ион. тж. προσκέομαι1) находиться (при или на чем-л.), прилегать, примыкатьοὔατα δ΄ οὔπω προσέκειτο Hom. — ручки еще не были приделаны (к треножникам);
αἱ δοκοὴ τῷ τείχει προσκείμεναι Thuc. — сложенные у стены балки;τῷ ἀκρωτηρίῳ π. Polyb. — прилегать к мысу;προσέκειτο τὸ καλὸν τῷ ἀγαθῷ Xen. — понятие красоты тесно связано с понятием блага;δεξιὸν ἀνεὴς ἵππον, εἶργε τὸν προσκείμενον Soph. — отпустив (вожжи) правого коня, (Орест) сдержал шедшего с внутренней стороны (ристалищного столба);π. χρηστῷ Soph. — наслаждаться благополучием;π. κακῷ Soph. — попасть в беду2) налегать, напиратьτῇ θύρᾳ π. Arph. — наваливаться на дверь;
π. πύλαις Eur. — штурмовать ворота;προσκειμένων τῶν πολεμίων Plut. — так как враги напирали;προσκείμενος ἐδίδασκε τέν Δεκέλειαν τειχίζειν Thuc. — (Алкивиад) настойчиво предлагал укрепить Декелию;ἀνάγκης προσκειμένης Plat. — под давлением необходимости;οἵ μ΄ ἀεὴ προσκείμενοι Eur. — (мирмидоняне), вечно пристающие ко мне3) быть свойственным, присущим, быть уделом(προσκειμένη ζημία τινί Xen.; οὐδενί προσκέεται ἥ τέχνη μαντική Her.)
4) быть возложенным, порученнымτοῖσι προσεκέετο Her. — (те), которым это было поручено
5) быть (душевно) расположенным, быть склонным, приверженным, преданным(τινι Her.; τῷ δήμῳ Thuc.)
τὸν Τισσαφέρνην θεραπεύων προσέκειτο Thuc. — (Алкивиад) старался всячески угождать Тиссаферну;τῇ φιλοινίῃ π. Her. — быть приверженным пьянству;(ὅ λόγος), τῷ μάλιστα λεγομένῳ αὐτὸς πρόσκειμαι Her. — рассказ, которому я сам больше всего доверяю;ταῖς ναυσὴ π. Thuc. — деятельно заниматься мореходством;π. κυνηγίᾳ Plut. — предаваться охоте;Κύρῳ προσεκέετο ὅ Ἅρπαγος δῶρα πέμπων Her. — Гарпаг старался угодить Киру, посылая (ему) подарки6) присоединяться, прибавляться(ἀφῃρῆσθαι καὴ π. τινι Arst.)
ἥ χάρις προσκείσεται Soph. — (к награде) прибавится благодарность;ἄλγος ἄλγει προσκείμενον Eur. — (новая) скорбь, присоединяющаяся к (старой) скорби;προσκείμενον κέρδος πρὸς ἔργῳ Eur. — следующая за трудом награда -
7 θειασμός
θει-ασμός, ὁ,II inspiration, frenzy,θειασμοῖς κάτοχοι γυναῖκες D.H.7.68
; θειασμοῦ [ἐπιρρήματα], such as εὐοἵ, D.T.642.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θειασμός
-
8 περιπετής
A falling round, ἀμφὶ μέσσῃ π. προσκείμενος lying with his arms clasped round her waist, S.Ant. 1223.3 ἔγχος π. the sword round which (i.e. on which) he has fallen, S.Aj. 907.II falling in with, falling into evil, καταστῆσαί τινα δεινῷ μηδενὶ π. D.Ep.5.1 ; π. γίγνεσθαι, = περιπίπτειν, fall among,τοῖς σταυροῖς καὶ τοῖς ὀρύγμασι Plu. Pomp.62
;πολέμοις Id.Cic.42
:π. εἶναι τῇ χολῇ τινος Luc.Pseudol.1
;πόλις αὐτὴ ἑαυτῇ π. γενομένη Plu.Phoc.33
;ἀλλήλοις Anon.
ap. Suid. ; π. ποιεῖν αὑτοῖς τοὺς πολεμίους cause them to fall foul of each other, Plu.Marc.26 ;π. τοῖς ἑαυτῶν λόγοις Hermog.Stat.1
(cf.περιπίπτω 11.3
) ; π. τῇ αἰτίᾳ γενέσθαι become liable to the charge, Plu.CG10.III changing or turning suddenly, of a man's fortunes, esp. from good to bad, περιπετέα ἐποιήσαντο σφίσι.. τὰ πρήγματα a sudden reverse, Hdt. 8.20 ;π. τύχαι E.Andr. 982
; cf. foreg.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιπετής
-
9 ἀντήριος
ἀντήριος· στήμων, καὶ κανὼν ὁ προσκείμενος τῇ θύρᾳ, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντήριος
-
10 ἀντηρίς
ἀντηρίς, - ίδοςGrammatical information: f.Meaning: `prop, support' (E.).Other forms: ἀντήριος στήμων, καὶ κανὼν ὁ προσκείμενος τῃ̃ θύρᾳ H.Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Back-formation from ἀντερείδω `set against' with lengthening of the initial vowel of the verbal stem; reshaped after the suffix - ιδ- (as in ἐγκρίς); Strömberg Wortstudien 14f. (who derives ἐγκρίς wrongly from ἐγκρίνω), Szemerényi Syncope 143. For the formation in - ιος cf. παγίς: πάγιος, βωμίς: βώμιος.Page in Frisk: 1,113Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀντηρίς
См. также в других словарях:
προσκείμενος — πρόσκειμαι to be placed perf part mp masc nom sg πρόσκειμαι to be placed pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσκειμαι — ΝΑ [κεῑμαι] 1. βρίσκομαι, είμαι τοποθετημένος κοντά ή πάνω σε κάποιον ή κάτι («σὺ δὲ τῇ θύρᾳ πρόσκεισο», Ομ. Ιλ.) 2. παράκειμαι, γειτονεύω, είμαι συνεχόμενος (α. «τα προσκείμενα δωμάτια» β. «πρόσκειται τῷ καλῷ ἀκρωτηρίῳ», Πολ.) νεοελλ. 1. μτφ.… … Dictionary of Greek
συντιτρώσκω — Α 1. τραυματίζω σε πολλά συγχρόνως σημεία 2. (σχετικά με πλοία) επιφέρω σύγκρουση και, κατά συνέπεια, προξενώ ρήγματα και άλλες βλάβες («προσκείμενος ἔκοπτε τὰς ναῡς καὶ συνετίτρωσκε», Πλούτ.) 3. παθ. συντιτρώσκομαι τραυματίζομαι συγχρόνως με… … Dictionary of Greek
ԱՌԸՆԹԵՐԱԿԱՅ — (ի, ից.) NBH 1 0303 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c ա. ԱՌԸՆԹԵՐԱԿԱՅ ԱՌԸՆԹԵՐԱԿԱՑ πρόσκειμενος, παρών adjacens, praesens Մերձակայ. հպաւոր. եւ Առաջիկայ, ներկայ. *Օրինակ առընթերակայից լինէր. Ագաթ.: Կորիւն.: *Սկսաւ լուանալ ʼի … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԱՌԸՆԹԵՐԱԿԱՑ — (ի, ից.) NBH 1 0303 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 12c ա. ԱՌԸՆԹԵՐԱԿԱՅ ԱՌԸՆԹԵՐԱԿԱՑ πρόσκειμενος, παρών adjacens, praesens Մերձակայ. հպաւոր. եւ Առաջիկայ, ներկայ. *Օրինակ առընթերակայից լինէր. Ագաթ.: Կորիւն.: *Սկսաւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)